- χλωρομυκητίνη
- Αντιμικροβιακή ουσία (αντιβιοτικό), που αποτελεί προϊόν της δραστηριότητας μικροοργανισμού, γνωστού με την επιστημονική λατινική ονομασία streptomyces veneruelae. Η χ. αποτελείται από άχρωμους κρύσταλλους με πικρή γεύση και δυσδιάλυτους στο νερό. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του κοιλιακού και εξανθηματικού τύφου, του παράτυφου, της δυσεντερίας, της βρουκέλλωσης, του κοκκύτη, της πνευμονίας, της βλενόρροιας, του τραχώματος κ.ά. Στα παιδιά εξαιτίας της πικρής γεύσης της, δίνεται ανακατεμένη με μέλι, γλυκό ή ζελέ. Η λήψη της χ. απαγορεύεται στις περιπτώσεις ορισμένων δερματικών παθήσεων και μεγάλης ευαισθησίας στα φάρμακα.
* * *η, Ν(φαρμ.) εμπορική ονομασία αντιβιοτικού, που λαμβάνεται από τον μύκητα Streptomyces Venezuelae, αλλ. χλωραμφαινικόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chloromycetin, ονομ. σχηματισμένη από χλωρ(ο)-* και μύκης, -ητος].
Dictionary of Greek. 2013.